- συσσήμοις
- σύσσημονsignalneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύσσημο — το / σύσσημον ΝΑ διακριτικό σήμα, σύμβολο αρχ. 1. ορισμένο ή συμφωνημένο σύνθημα («ἐνεδεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῑς λέγων ὅν ἄν φιλήσω αὐτός ἐστιν», ΚΔ) 2. η σφραγίδα που έβαζαν στα μέτρα και στα σταθμά 3. διακριτικό σημάδι,… … Dictionary of Greek